Πάνος Κυπαρίσσης

                   
     

Βιογραφικό
Ο Πάνος Κυπαρίσσης γεννήθηκε στην Οξυά Ιωαννίνων το 1945. Σπούδασε μαθηματικά και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης-Κάρολος Κουν. Έχει εργαστεί ως ηθοποιός και σκηνοθέτης στο θέατρο, στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο, ενώ δίδαξε για μια περίπου δεκαετία φιλολογία και μαθηματικά στη Μέση Εκπαίδευση. Δίδαξε επίσης στη δραματική Σχολή Βεάκη, στη σχολή "Νέο Ελληνικό Θέατρο - Γ. Αρμένη", αλλά και στη Δραματική Σχολή 'Δήλος' της Δ. Χατούπη.
Έχει συνεργαστεί με την κρατική τηλεόραση, σκηνοθετώντας περισσότερα από 15 ντοκυμαντέρ και με το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, σκηνοθετώντας την ταινία "Ο Βυζαντινός Καβάφης". Τα ντοκυμαντέρ του "Τζουμέρκα" και "Κατεβαίνοντας στις Ακτές", καθώς και η μικρού μήκους ταινία του "Έωθεν" έχουν συμμετάσχει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Γράφει ποίηση, δοκίμιο και μεταφράζει, ενώ έργα του έχουν αποδοθεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ισπανικά, Ιταλικά, Βουλγαρικά και Τσεχικά.
Ασχολείται με τη γλυπτική και τη ζωγραφική και έχει παρουσιάσει έργα του σε ατομικές αλλά και ομαδικές εκθέσεις.


Από το πλούσιο συγγραφικό του έργο, καταγράφω μόνο το ποιητικό.

Συλλογές:
  • Ο Καπνοπόλεμος, ποιήματα, 1977
  • Το σοφό σαλιγκάρι, Συμείον 1980
  • Σημειώσεις ενός τηλεγραφητή, Σπηλιώτης 1986
  • Η άλλη φωτογραφία, Ρόπτρον 1990
  • Νησί δίχως φύλλα, Λωτός 1992
  • Φόδρες της νύχτας, Καστανιώτης 1996
  • Τα χειρόγραφα της βροχής, Καστανιώτης 2003
  • Το χώμα που μένει, Καστανιώτης 2007
  • Μαύρο βαμβάκι, Μελάνι 2009
  • Φως ορυχείου, Μελάνι 2011
  • Τα Τιμαλφή (Α'Κρατικό Βραβείο Ποίησης) Μελάνι 2013
  • Σκύβοντας Ουρανέ, Γαβριηλίδης 2015
Επίσης, το 2016 κυκλοφόρησε σε δύο συγκεντρωτικούς τόμους όλο το μέχρι σήμερα έργο του (εκδ. Γαβριηλίδης)

Πέντε Ποιήματα από το βιβλίο ΤΟ ΣΟΦΟ ΣΑΛΙΓΚΑΡΙ (1980)

ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙΟ
Βαθύ το πηγάδι
Ο χρόνος κατοικεί στις λέξεις, κρυφά
Οι άγιοι στα υπερώα
και η άνοιξη
στις φλέβες του χειμώνα


ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
Τα κύματα είναι μικρά παιδιά
που ξεκινούν από την απέναντι ακτή
και φτάνουν
λευκοί γέροντες μαντατοφόροι
σε τούτη την ακτή
και ξεψυχούν


ΜΑΝΑ
Κυριακή πρωί
Έστρωσε το άσπρο τραπεζομάντιλο
με τα κεντήματα της μάνας της
τράβηξε τα μαλλιά της με το χτένι
κάρφωσε τα μάτια της στο πάτωμα

Η λιτανεία των χαμένων της

Ήρθε ένα σύννεφο γιασεμί στο παραθύρι
Τράβηξε το μαντίλι
κύλισε ένα νόμισμα στο πάτωμα
ακούμπησε στο τραπέζι
Ο ήλιος βούλιαζε σ'ένα ποτήρι νερό
Έβαλε τις ελιές στο πιάτο
μισό κρεμμύδι, λίγο ψωμἰ
κι αποκοιμήθηκε

Κάποιο σκυλί γάβγιζε τα όνειρά της


Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ
Μάζεψε ο καιρός
κι έριξε έναν ίσκιο κάτω απ'τα μάτια της
Τη λέγανε Μαρία
και λογάριαζε στο μέλλον
Σεντόνια γυαλικά
και μάζευε, μάζευε κρυφά
Να γίνει το σπίτι, έλεγε

Την ντύσανε νύφη
με δυο κρίνα στα δάχτυλα και την εικόνα στο πλάι
Έβρεχε

Αντίκρυ έστεκε το γιαπί
με τα σίδερα και πρόβλεψη ορόφου


ΟΙ ΑΚΤΕΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
Ρηχές κατοικίδιες θάλασσες
χαράζοντας ρίγη ο άνεμος
με τον δείχτη και τον παράμεσο

Με το χνούδι του κάκτου στα μέλη
και τη χαίτη τ'αλόγου
ανεβαίνεις
καταπίνοντας συνέχεια γαλάζιο
με το κρυφό κλειδί των αθώων
και της αλήθειας τον άνεμο

Λυγισμένο αειθαλές της ακτής
πού συλλαβίζεις τη μοναξιά σου;

Πέντε Ποιήματα από το βιβλίο Η ΑΛΛΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ (1990)

ΤΕΛΕΤΗ
Στόλισαν το κλωνάρι κορδέλες
Χόρεψαν
έπεσαν κι οι δυο τους στο χώμα

Ένας θόρυβος από φτερά
τους σηκώνει μέσα σε χρώματα και σε ξέφτια

Στα χέρια τους λίγο γαλάζιο
κι ένα κομμάτι φεγγάρι

ΤΩΝ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΩΝ
Τις νύχτες
μαζεύονται σεπτά κυπαρίσσια
μπαίνουν στη εκκλησία

Με το πρώτο φως
υψώνονται χλωρά κεριά στον ουρανό

Μανουάλι ο τόπος
με χορτάρια και σκάμματα

ΕΩΘΕΝ
Περνούν καράβια πρωινά
Σκούνες τρικάταρτες στη θάλασσα
στης αυγής το μετάξι

Χαράζει ο κόσμος στα πόδια σου

Βγαίνεις και ποτίζεις με κείνο το τσίτι
ακούγοντας το νερό στα χορτάρια

Μακριά περνούν οι γριές
λιτανεύοντας τα μαύρα τους
με δυο στάχυα στα χέρια
και τους αιώνες φορτωμένους στην πλάτη

ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
Γυρνάς στο δωμάτιο σκοτεινή
χωρίς περιγράμματα

Μια χαραμάδα σε τραβάει στο φως
σε κόβει στα δυο

Άρχομαι πίσω σου
Σ' αγγίζω
και γυρίζεις πάνινη κούκλα
με τα σωθικά σου χυμένα
Σακιά και κουρέλια
μετάξια παλιά
και νήματα κόκκινα

Ράβω τα πέπλα σου
σε τυλίγω

Ανοίγει το πάτωμα
και βουλιάζεις στη λίμνη αργά
Βαθαίνεις ως του βυθού τα φεγγάρια

Γελάς και ξυπνώ

ΣΤΟ ΒΥΘΟ
Την ξέρω τη μοίρα μου, είπε
Σκεπάστηκε ως το λαιμό

Μπήκε γαλάζια η θάλασσα, αθόρυβη

Λευκές φυσαλίδες η ανάσα του
χάθηκε ανεβαίνοντας
Πάλευε ένα του όνειρο
αλλάζοντας χρώματα και χρώματα
μες στο νερό

Ώσπου γέμισε το δωμάτιο με φύκια
και νήματα κόκκινα